- παροξυτόνῳ
- παροξύτονοςparoxytone (with acute accent on the penultima)masc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παροξυτονώ — παροξυτονῶ, έω ΝΜΑ [παροξύτονος] τονίζω μια λέξη με οξεία στην παραλήγουσα, θέτω οξεία στην παραλήγουσα μιας λέξης … Dictionary of Greek
παροξυτόνησις — ἡ, ΜΑ [παροξυτονώ] το να θέτει κανείς οξεία στην παραλήγουσα, ο τονισμός με οξεία στην παραλήγουσα, η παροξυτονία … Dictionary of Greek
παροξύνω — ΝΜΑ [οξύνω] 1. κάνω κάτι οξύ, αιχμηρό, ακονίζω κάτι 2. μτφ. παρακινώ, προτρέπω, παροτρύνω κάποιον προς κάτι («τούτους ἐπαινῶν τε παρώξυνε», Ξεν.) 3. εξάπτω, διεγείρω, ερεθίζω («πατρὸς δὲ μὴ παροξύνης φρένας», Ευρ.) 4. γραμμ. τονίζω την… … Dictionary of Greek
προοξυτονώ — έω, Μ [ὀξυτονῶ] παροξυτονῶ* … Dictionary of Greek